κατακτητή

κατακτητή
alan, fatih, fetheden

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ακ-Σεμσεντίν — (15ος αι.). Σύρος ιεροδιδάσκαλος, σύγχρονος του Μωάμεθ του Κατακτητή. Το όνομά του σημαίνει ο άσπρος ήλιος της πίστης. Ήταν μαθητής του διάσημου Χατζή Βαϊράμ. Θεωρήθηκε άγιος και ο τάφος του είναι ιερό προσκύνημα των μουσουλμάνων. Ο Α.Σ. έπαιξε… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γυισκάρδος, Ροβέρτος — (Robert Guiscard, 1015 – 1085). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Νορμανδού κατακτητή Ρομπέρ Γκιϊσκάρ. Το 1047 πήγε στην Ιταλία, όπου τέθηκε στην υπηρεσία του Παντόλφου, πρίγκιπα της Καπύης και το 1050 έγινε σύντροφος του Νορμανδού ιππότη… …   Dictionary of Greek

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • κατακτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάκτηση ή στον κατακτητή 2. αυτός που αποβλέπει ή προβαίνει σε κατακτήσεις, ο επεκτατικός (α. «κατακτητική πολιτική» β. «κατακτητικοί πόλεμοι»). επίρρ... κατακτητικώς και ά με κατακτητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”